- τεκταίνομαι
- ΝΜΑ, και ενεργ. τ. τεκταίνω ΜΑ [τέκτων, -ονος]σχεδιάζω, επινοώ κακόβουλα, μηχανορραφώ, βυσσοδομώ (α. «δεν είχε υποψιαστεί τα όσα τεκταίνονταν» β. «ἐτεκταίνετο στάσιν»)μσν.-αρχ.ενεργ. τεκταίνωα) φιλοτεχνώ, κατασκευάζω με τέχνη (α. «κιβώτιον τεκτήναντα», Τζέτζ.β. «οικία τεκτήναντες», Απολλ. Ροδ.)β) βυσσοδομώ (α. «εἷς δαίμων πολλὰς τεκταίνει φαυλότητας», Νείλ.β. «ἐπὶ τὸν νῶτον μου ἐτέκταινον oἱ ἁμαρτωλοί», ΠΔ.)αρχ.1. (ειδικά για ξυλουργό, μαραγκό) κατασκευάζω, φτειάχνω (α. «τεκτήνατο νῆας», Ομ. Ιλ.β. «μηδεὶς χαλκεύων ἅμα τεκταινέσθω», Πλάτ.γ. «τοῑς πλάττουσιν, οὐ τοῑς τεκταινομένοις», Αριστοτ.)2. (γενικά) εργάζομαι με δεξιοτεχνία, φιλοτεχνώ («ἁμάξια καὶ λυχνίαι... καὶ τράπεζας τεκταινόμενοι», Πλούτ.)3. (ιδίως σχετικά με πνευματικό έργο) επινοώ, δημιουργώ (α. «παιᾱνα... ἐτεκτήναντο», Αθήν.β. «Ὅμηρος ἐπέων κόσμον ἐτεκτήνατο», Δημοσθ.).
Dictionary of Greek. 2013.